σιτοποιώ

σιτοποιώ
-έω, Α [σιτοποιός]
1. φτειάχνω ψωμί, ζυμώνω και ψήνω ψωμί
2. παρέχω τρόφιμα σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιτοποιῷ — σῑτοποιῷ , σιτοποιός of grinding and baking masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • σιτοποιητικός — ή, όν, Α [σιτοποιῶ] ο σιτοποιϊκός* …   Dictionary of Greek

  • σιτοπονώ — έω, Α [σιτοπόνος] σιτοποιῶ* …   Dictionary of Greek

  • συσσιτοποιούμαι — έομαι, Α ζυμώνω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σιτοποιῶ «παρασκευάζω άρτο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”